εμβαθύνω — εμβαθύνω, εμβάθυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμβαθύνω — (AM ἐμβαθύνω) 1. σκάβω βαθιά, βαθουλώνω, κοιλαίνω 2. μτφ. (αμτβ.) κατανοώ με προσεκτική μελέτη αρχ. 1. κάνω κάτι βαθύτερο ή πλατύτερο 2. (για κακία) βυθίζομαι, υποκύπτω … Dictionary of Greek
εμβαθύνω — εμβάθυνα, αμτβ. (σε μτφ. σημασία), με τη σκέψη μπαίνω βαθιά σε κάτι, εισχωρώ με τη σκέψη: Να εμβαθύνεις στο μανιφέστο του κόμματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμβαθυνούσης — ἐμβαθύνω make deep fut part act fem gen sg (attic epic) ἐμβαθῡνούσης , ἐμβαθύνω make deep pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαθῦναι — ἐμβαθύνω make deep aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαθύνει — ἐμβαθύ̱νει , ἐμβαθύνω make deep aor subj act 3rd sg (epic) ἐμβαθύ̱νει , ἐμβαθύνω make deep pres ind mp 2nd sg ἐμβαθύ̱νει , ἐμβαθύνω make deep pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαθύνουσι — ἐμβαθύ̱νουσι , ἐμβαθύνω make deep aor subj act 3rd pl (epic) ἐμβαθύ̱νουσι , ἐμβαθύνω make deep pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐμβαθύ̱νουσι , ἐμβαθύνω make deep pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαθύνουσιν — ἐμβαθύ̱νουσιν , ἐμβαθύνω make deep aor subj act 3rd pl (epic) ἐμβαθύ̱νουσιν , ἐμβαθύνω make deep pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐμβαθύ̱νουσιν , ἐμβαθύνω make deep pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθαίνω — και βαθύνω (Α βαθύνω) 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι βαθύς νεοελλ. (για χρώματα) παίρνω βαθύτερη, πιο σκούρα απόχρωση αρχ. 1. δίνω βάθος στη στρατιωτική παράταξη, αναπτύσσω σε βάθος 2. προσπαθώ ν αντιληφθώ τη βαθύτερη σημασία… … Dictionary of Greek
ἐμβαθυνομένων — ἐμβαθῡνομένων , ἐμβαθύνω make deep pres part mp fem gen pl ἐμβαθῡνομένων , ἐμβαθύνω make deep pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαθυνόντων — ἐμβαθῡνόντων , ἐμβαθύνω make deep pres part act masc/neut gen pl ἐμβαθῡνόντων , ἐμβαθύνω make deep pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)